- Πυθαιστής
- Πυθαϊστής , Πυθαιστήςlamb.masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυθαϊστής — και πυθιαστής, ὁ, Α 1. μέλος τής πυθαΐδος 2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταί ιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι… … Dictionary of Greek
Πυθαιστάς — Πυθαϊστά̱ς , Πυθαιστής lamb. masc acc pl Πυθαϊστά̱ς , Πυθαιστής lamb. masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθιαστής — ὁ, Α βλ. πυθαϊστής … Dictionary of Greek
Πυθαισταί — Πυθαϊσταί , Πυθαιστής lamb. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθαιστήν — Πυθαϊστήν , Πυθαιστής lamb. masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθαιστῶν — Πυθαϊστῶν , Πυθαιστής lamb. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)